Όσο πλησιάζει ο χρόνος για την υιοθέτηση της στρατηγικής «Από το χωράφι στο πιάτο» (Farm to Fork) στην ΕΕ που θα συνοδευτεί µε την υποχρεωτική δραστική μείωση χρήσης αγροεφοδίων, τόσο εντείνονται και οι ανησυχίες για την επίδραση που θα έχουν οι ευρωπαϊκές φιλοπεριβαλλοντικές πολιτικές στο εισόδημα των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.

Πρόσφατα μάλιστα ξεκίνησαν οι σχετικές διαβουλεύσεις σε επίπεδο Ευρωβουλής µε αφορμή µία αμφιλεγόμενη μελέτη επιπτώσεων από το Κοινό Κέντρο Ερευνών (Joint Research Centre, JRC) της εσωτερικής επιστημονικής υπηρεσίας της Κομισιόν, η οποία είδε το φως της δημοσιότητας μετά τη γενική συμφωνία του Ιουλίου για τη νέα ΚΑΠ, παρά το γεγονός ότι ήταν έτοιμη από τον περασμένο Φλεβάρη. Ακόμα λοιπόν και µε τις μετριοπαθείς εκτιμήσεις του ιδρύματος της Κομισιόν η εισοδηματική μείωση στις εκμεταλλεύσεις από την υιοθέτηση των πράσινων πολιτικών έως το 2030 θα φτάσει το 26% στα σιτηρά και το 5% στα φρουτολαχανικά. Την ίδια ώρα το πανεπιστημιακό ίδρυμα Kiel στη Γερμανία, λέει πως στην κτηνοτροφία η μείωση της παραγωγής θα κυμανθεί από -20% για το βόειο κρέας, -6,3% για το γάλα και 17% στο χοιρινό.

Η αντίστοιχη μελέτη από το ολλανδικό πανεπιστήμιο Wagenigen δείχνει κατά μέσο όρο μείωση παραγωγής 10-20% και σε κάποιες περιπτώσεις 30% ανά κλάδο, όταν το αµερικανικό υπουργείο Γεωργίας λέει πως θα φανεί πτώση κατά μέσο όρο 16% στα αγροτικά εισοδήματα από την υιοθέτηση της στρατηγικής Farm to Fork.  Με αφορμή τις παραπάνω μελέτες το σύνολο των φορέων που εκπροσωπούν την πρωτογενή παραγωγή, τη βιοµηχανία αγροεφοδίων και την αγροτική μεταποίηση σε επίπεδο ΕΕ µε κοινή τους επιστολή προς την Κομισιόν λένε πως «ο χρόνος για πολιτικά μηνύµατα γύρω από τη στρατηγική Farm to Fork έχει περάσει. Ήρθε η ώρα να αναλύσουμε τα διαθέσιμα δεδομένα». Μάλιστα κάνουν λόγο για προφανή προσπάθεια της Ευρώπης να σαμποτάρει τον εαυτό της, την ώρα που οι εταίροι (ΗΠΑ κ.λπ) τρίβουν τα χέρια τους, κοιτώντας ήδη πώς θα γεμίσουν τα παραγωγικά κενά που θα δημιουργηθούν. «Τα οκτώ χρόνια (σ.σ 2030) για τον αγροτικό τομέα δεν είναι τόσο πολλά», αναφέρει η επιστολή στην οποία η Κομισιόν απαντά πως «οι σχετικές μελέτες (σ.σ ακόμα και εκείνη από το δικό της ίδρυμα) δεν λαμβάνουν υπόψη όλα τα δεδομένα που θα έπρεπε».

Με σημαντικές απώλειες σιτηρά και ζωικά προϊόντα

Με το στίχο «Οι εποχές αλλάζουν» του Μποµπ Ντίλαν (1964), επέλεξε να συµπυκνώσει τα ευρήματα από το report των 93 σελίδων η εσωτερική επιστημονική υπηρεσία της Κομισιόν ώστε να περιγράψει τις επιπτώσεις των δύο στρατηγικών της ΕΕ, «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο» και «Βιοποικιλότητα» στο ύψος παραγωγής, τις τιμές παραγωγού και το εισόδημα.

Αναμφισβήτητη λοιπόν, σύμφωνα µε τους συγγραφείς του JRC, θα είναι η μείωση της παραγωγής και η αύξηση των τιμών ως ένα βαθμό σε όλους τους αγροτικούς κλάδους. Η επίπτωση αυτή μπορεί λένε να μειωθεί κατά περίπου 1/5 εφόσον η ΚΑΠ στοχεύσει ειδικότερα στην επιτάχυνση της μετάβασης σε ένα πιο βιώσιμο μοντέλο γεωργίας. Ωστόσο, ακόμη και µε µία φιλόδοξη εφαρμογή της νέας ΚΑΠ, οι επιπτώσεις δεν είναι αμελητέες. Η επίτευξη των στόχων μείωσης 50% της φυτοπροστασίας, 20% των λιπασμάτων και η αύξηση 25% της βιολογικής γεωργίας είναι φυσικά οι κύριοι οδηγοί πίσω από τη μείωση της παραγωγής. Συγκεκριμένα:

Το συνολικό εισόδημα στα σιτηρά θα μειωθεί πολύ σημαντικά, φτάνοντας το 26%. Οι αυξανόμενες τιμές παραγωγού (+8,2%) και η μείωση στα μεταβλητά κόστη (1,6%) δεν θα αρκετά για να αντισταθμίσουν τη μείωση στο εισόδημα, φτάνοντας σε συνολική μείωση 8,6% που θα συνοδεύεται και από πτώση 11% στις αποδόσεις.

Λιγότερες επιπτώσεις σημειώνονται στον τομέα των φρουτολαχανικών που προβλέπεται αύξηση στην τιμή παραγωγή 15% η οποία θεωρείται πως θα είναι αρκετή ώστε να αντισταθμίσει τη μείωση στις αποδόσεις, οδηγώντας σε κάποια σταθερότητα. Ωστόσο, εδώ σημειώνουν οι συγγραφείς, ότι τα αυξημένα κόστη θα φέρουν συνολική μείωση αγροτικού εισοδήματος 5%.

«Ακόμη και µε µία ΚΑΠ που συνδέει τις πιστώσεις του προϋπολογισμού µε τις προτεραιότητες που καθορίζονται µέσω των παραπάνω στόχων στις στρατηγικές, οι γεωργικές δραστηριότητες στην ΕΕ θα επηρεαστούν», λένε οι συγγραφείς, αν και σε μικρότερο βαθμό απ’ όσο φαίνεται παραπάνω.

Αντίθετα, εντύπωση προκαλούν τα ευρήματα για τον ζωικό κλάδου που δείχνουν άκρως εντυπωσιακά αποτελέσματα. Η αύξηση της τιμής του βοείου κρέατος κατά 24% θα προκαλέσει αύξηση του συνολικού εισοδήματος κατά 126% για τις δραστηριότητες παραγωγής βοείου κρέατος. Ομοίως, η αύξηση 43% των τιμών του χοιρινού κρέατος και η αύξηση 18% των τιμών του κρέατος πουλερικών θα οδηγούσαν σε υψηλότερο συνολικό εισόδημα για τους σχετικούς τομείς παραγωγής ( +129% και +83%, αντίστοιχα). Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι θα μειωθεί κατά 18% το ζωικό κεφάλαιο στα βοοειδή, κατά 10% στα χοιρινά και κατά 15% στην πτηνοτροφία.

«Η αύξηση των τιμών του κρέατος οφείλεται στη συρρίκνωση του ζωικού κεφαλαίου (ως αποτέλεσμα του στόχου μείωσης του Ακαθάριστο υπόλοιπο αζώτου) και τη σχετικά ανελαστικής ζήτησης τροφίμων (όσο αυξάνεται η τιμή δεν μειώνεται θεαματικά η κατανάλωση και το αντίθετο)». «Οι εισαγωγές κρέατος στην ΕΕ», θεωρούν οι συγγραφείς, «δεν επεκτείνονται σε βαθμό που θα διατηρούσε τις εγχώριες τιμές σε χαμηλότερα επίπεδα», λένε οι συγγραφείς. Και πάλι όμως δεν φαίνεται από τη μελέτη να εξηγείται ακριβώς από πού προέρχονται τα τόσο εντυπωσιακά θετικά νούμερα.

Παρέμβαση Pulina για πτώση στο ζωικό κεφάλαιο

Εν τω μεταξύ, η παραπάνω μελέτη έφερε την αντίδραση του διεθνούς κύριους Ιταλού ζωοτέχνη Giuseppe Pulina, από το Πανεπιστήμιο του Sassari (Σαρδηνία), λέγοντας πως η βιωσιμότητα είναι ένας δρόμος που πρέπει να ακολουθηθεί από κοινού και όχι ενάντια στον τομέα παραγωγής κρέατος, σχολιάζοντας ειδικότερα την πτώση στο ζωικό κεφάλαιο.

Αλλαγή προτύπου κατανάλωσης

Κατά την παρουσίαση της μελέτης του Κέντρου Ερευνών της Κομισιόν στις 11 Οκτωβρίου, ο διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας & Ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Τάσος Χανιώτης ανέφερε πως «αν θέλουμε να πετύχουμε, πρέπει να υιοθετήσουμε ένα σύστημα τροφίμων, να αλλάξουμε τον τρόπο που παράγουμε, μεταφέρουμε, μεταποιούμε, πουλάμε και καταναλώνουμε τρόφιμα. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές πρέπει να προσαρμοστούν αντίστοιχα».

Κατά τον ίδιο, η υιοθέτηση καινοτόμων αγρονομικών πρακτικών και τεχνολογιών (αγρο-οικολογία, μεταφορά γνώσης, γεωργία ακριβείας, ψηφιακές τεχνολογίες), καθώς και συνέργειες που δεν θα μπορούσαν να υπολογιστούν από τη μελέτη, μπορεί να περιορίσουν τη μείωση της παραγωγής. Όπως και να έχει ο κ. Χανιώτης υποστήριξε πως το αν θα είναι επιτυχημένο
το εγχείρημα θα εξαρτηθεί από τα στρατηγικά σχέδια της ΚΑΠ.

Στο «κόκκινο» οι αποδόσεις από το πρασίνισμα γεωργίας

Η υλοποίηση των στόχων της πολιτικής «Από το Χωράφι στο Πιρούνι» («Farm of Fork») και οι «Στρατηγικές για τη Βιοποικιλότητα» («Biodiversity (BD) Strategies»), στο πλαίσιο της γενικότερης «πράσινης συμφωνίας» θα οδηγήσουν σε μείωση των παραγόμενων όγκων ετήσιων καλλιεργειών σε ολόκληρη την ΕΕ κατά μέσο όρο από 10% έως 20%, ενώ για κάποιες πολυετείς όπως τα μήλα η απώλεια μπορεί να φθάσει και το 30%.

Ως συνέπεια, οι διεθνείς εμπορικές συναλλαγές θα μεταβληθούν σημαντικά: οι εξαγωγές της ΕΕ θα μειωθούν µε αποτέλεσμα οι εισαγωγές της ΕΕ να αυξηθούν (ο όγκος των εισαγωγών προϊόντων μπορεί να διπλασιαστεί).

Αναπόφευκτα, το εισόδημα των αγροτών από τη στιγμή που τα έσοδα τείνουν να μειώνονται, θα επηρεαστεί µε ταχύτερο ρυθμό από ότι θα συνέβαινε µε τη μείωση του κόστους λόγω μικρότερης χρήσης εισροών έως 50%(μείωση 50% φυτοπροστατευτικών, μείωση 20% λιπασμάτων).

Τα «μελανά» αυτά σημεία αποτυπώνονται στην μελέτη επιπτώσεων, για την «πράσινη» συμφωνίας της ΕΕ έως το 2030, που εκπόνησε το ολλανδικό πανεπιστήμιο Wagenigen σε έναν επιλεγμένο αριθμό ετησίων καλλιεργειών (σιτάρι, κραµβέλαιο, καλαμπόκι, ζαχαρότευτλα και ντομάτες) και πολυετών καλλιεργειών (μήλα, ελιές, σταφύλια, εσπεριδοειδή και λυκίσκος). Μάλιστα οι επιπτώσεις στις πολυετείς εκτιμά ότι θα είναι υψηλότερες από ότι για τις ετήσιες καλλιέργειες.

Σύμφωνα µε την αξιολόγηση σε μακροοικονοµικό επίπεδο, η υλοποίηση των στόχων της πράσινης συμφωνίας θα οδηγήσει:

Μείωση των παραγόμενων όγκων ανά καλλιέργεια σε ολόκληρη την ΕΕ σε µία μέση κλίμακα από 10% έως 20% και ως και 30% για κάποιες καλλιέργειες, όπως μήλα.

Περαιτέρω μείωση του όγκου παραγωγής πολυετών καλλιεργειών έναντι των ετήσιων.

Αύξηση τιμών σε κρασί, ελιές και λυκίσκο. Ως συνέπεια, οι διεθνείς εμπορικές συναλλαγές θα μεταβληθούν σημαντικά: οι εξαγωγές της ΕΕ θα μειωθούν µε αποτέλεσμα οι εισαγωγές της ΕΕ να αυξηθούν (ο όγκος των εισαγωγών προϊόντων μπορεί να διπλασιαστεί).

Η αύξηση της έκτασης της βιολογικής παραγωγής στο 25% θα έχει ως αποτέλεσμα μείωση της παραγωγής κάτι λιγότερο από 10%, η οποία θα συνοδεύεται µε αύξηση τιμής κάτω από 13%.

Οι στόχοι μείωσης του κινδύνου και της χρήσης φυτοφαρμάκων κατά 50% καθώς και μείωσης της απώλειας θρεπτικών συστατικών (50%) έχουν σημαντικές επιπτώσεις στα επίπεδα απόδοσης:

Από 0 έως 30% στο 1ο σενάριο (μείωση της χρήσης και του κινδύνου φυτοφαρμάκων).

Από 2 έως 25% στο 2ο σενάριο (μείωση της χρήσης λιπασμάτων).

Από 7 έως 50% στο 4ο σενάριο (στόχοι του 1ου και 2ου σεναρίου σε συνδυασμό µε 10% της αγροτικής περιοχής υπό υψηλής ποικιλίας τοπικά χαρακτηριστικά).

Επίσης σε επίπεδο αποδόσεων, ενώ οι επιπτώσεις (σε επίπεδο αγοράς) για τις αροτραίες καλλιέργειες είναι συγκρίσιμες µε εκείνες της έρευνας του Κοινού Ερευνών (Joint Research Centre, JRC) της Κομισιόν, η παρούσα μελέτη δείχνει ότι οι απώλειες αποδόσεων για τις πολυετείς καλλιέργειες τείνουν να είναι υψηλότερες από αυτές που δείχνει το JRC.

Μειωμένη προσφορά, αυξήσεις τιμών εμπορευμάτων

Σύμφωνα µε την μελέτη, η μείωση των αποδόσεων επηρεάζει αρνητικά την παραγωγή και προκαλεί μείωση της προσφοράς στην εγχώρια αγορά της ΕΕ, γεγονός που προκαλεί αυξήσεις στις τιμές των βασικών εμπορευμάτων.

Την ίδια ώρα, οι επιπτώσεις στο εμπόριο της ΕΕ είναι σημαντικές, και σε ποσοστιαίους όρους μεγαλύτερες από ότι τα πλήγματα της παραγωγής. Το γενικό μοτίβο είναι ότι οι εισαγωγές της ΕΕ (πχ. καλαμπόκι, ελαιοκράµβη) αυξάνονται σημαντικά, ενώ οι εξαγωγές της ΕΕ (πχ. σιτάρι, ελιές, κρασί) μειώνονται.

Λιγότερη παραγωγή έως 12% βλέπει το USDA

Μελέτη επίπτωσης της εφαρμογής των Ευρωπαϊκών πολιτικών εκπόνησε και το Αμερικανικό Υπουργείο Γεωργίας, ανιχνεύοντας διψήφια μείωση της παραγωγικότητας στη Ε.Ε. και γενική άνοδο στις τιμές των αγροτικών προϊόντων κατά 17% παράλληλα µε µία μείωση του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ κατά 71 δις δολάρια μέσα στην επόμενη 10ετία.

Κατασκευάστηκαν τρία σενάρια για να ερευνηθούν οι επιπτώσεις µε βάση την περιοχή εφαρμογής των στρατηγικών στόχων της Πράσινης Συμφωνίας. Στο πρώτο σενάριο, ελέγχθηκαν οι επιπτώσεις μίας αυστηρά Ευρωπαϊκής εφαρμογής των πολιτικών περιορισμένων καλλιεργητικών εισροών, µε το δεύτερο σενάριο να ανοίγεται γεωγραφικά περισσότερο, συμπεριλαμβάνοντας χώρες εμπορικούς εταίρους της Ένωσης που εξαρτώνται για τις εισαγωγές τροφίμων από εκείνη ενώ στο τρίτο σενάριο, ελέγχονται οι επιπτώσεις μίας παγκόσμιας καθολικής εφαρμογής της Πράσινης Συμφωνίας.

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πρώτο σενάριο, καθώς η Πράσινη Συμφωνία αποτελεί ένα Ευρωπαϊκό εγχείρημα. Σε αυτό προβλέπεται µία μείωση της παραγωγής αγροτικών προϊόντων στην Ένωση κατά 12% και µία σταθμισμένη αύξηση των τιμών κατά 17%, η οποία θα επηρεάσει το επίπεδο τιμών παγκοσμίως, από 5% για τις ΗΠΑ, μέχρι 9% για τον υπόλοιπο Κόσμο, ενώ αναμένεται να οδηγήσει σε µία σημαντική μείωση των Ευρωπαϊκών εξαγωγών κατά 20% και να επιβαρύνει το καλάθι της νοικοκυράς καταναλωτή µε 153 δολάρια ετησίως. Η εφαρμογή της Πράσινης Συμφωνίας στην Ε.Ε. αναμένεται να αυξήσει τα διατροφικά έξοδα παγκοσμίως κατά 50-60 δολάρια και παράλληλα προβλέπεται να χαθούν 71 δις Ευρωπαϊκού και 94 δις Παγκόσμιου ΑΕΠ, όπως και να αυξηθούν στο όριο του στατιστικού λάθους (+2%) οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων στην Ε.Ε..

Στο δεύτερο σενάριο, το «ενδιάμεσο», το Αμερικανικό Υπουργείο εντοπίζει µία εκρηκτική άνοδο στις τιμές της τάξης του 60%, µε πολύ παρόμοιες μειώσεις στην σταθμισμένη παραγωγικότητα, όμοιες µε το πρώτο σενάριο µε απόκλιση 1% για την Ευρωπαϊκή παραγωγή. Παράλληλα προβλέπει µία πολύ υψηλότερη κατά κεφαλή επιβάρυνση του καταναλωτή κατά 651 δολάρια ενδοκοινοτικά και 159 σε τρίτες Χώρες, µε τις ΗΠΑ να µην επηρεάζονται καθόλου ούτε από άποψη τιμών, ούτε από άποψη ποσοτήτων, δεχόμενες µόνο µία επιβάρυνση της τάξης των 16 δολαρίων ετησίως στο καταναλωτικό καλάθι και µία αύξηση της διατροφικής ανασφάλειας για 103 εκ. πολίτες παγκοσμίως.

Στο τρίτο σενάριο, την περίπτωση μίας παγκόσμιας εφαρμογής της Πράσινης Συμφωνίας (κάτι που μοιάζει µε σενάριο επιστημονικής φαντασίας), το USDA προβλέπει µία γενική πτώση της παραγωγικότητας παγκοσμίως της τάξης του 7-11%, και άνοδο στις τιμές από 53% στην Ευρώπη, έως 89% σε παγκόσμια κλίμακα και 62% στις ΗΠΑ παράλληλα µε διατροφική ανασφάλεια για 185 εκατ. πολίτες ανά την υφήλιο.

Στο μισό η παραγωγή ελαιόκαρπου και σίτου

Στην περίπτωση εφαρμογής της Πράσινης Συμφωνίας µόνο στην Ε.Ε., δηλαδή στην περίπτωση εφαρμογής του πρώτου σεναρίου, το Αμερικανικό Υπουργείο Γεωργίας υπολογίζει πως η παραγωγή συγκεκριμένων καλλιεργειών θα μειωθεί στο μισό της τωρινής. Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη προβλέπει μείωση της παραγωγής ελαιόκαρπων κατά 61%, του σίτου κατά 49% και άλλων εκτατικών καλλιεργειών κατά 44%. Το Αμερικανικό Υπουργείο εντοπίζει τα αίτια της μεγάλης αυτής πτώσης σε έναν συνδυασμό εξωτερικού ανταγωνισμού και της οργανικής ενδοκοινοτικής αύξησης των τιμών αυτών των αγροτικών προϊόντων. Στην περίπτωση του σίτου, η μείωση της παραγωγής αναμένεται να είναι η λογική συνέχεια της μείωσης της χρήσης λιπασμάτων κατά 20%, όπως έχει ανακοινωθεί και της µη αποτελεσματικής χρήσης της γης, τα οποία αποτελούν τις κύριες εισροές που καθορίζουν το ύψος της παραγωγής σε εκτατικές καλλιέργειες.

Τα αγροτικά εισοδήματα θα αυξηθούν µόνο εάν δεν μειωθεί  η κατανάλωση και ο καταναλωτής πληρώσει την υπεραξία

Μεγάλη πτώση της παραγωγικότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αύξηση των αγροτικών εισοδημάτων υπό όρους συμπεραίνει μελέτη προσομοίωσης επιτυχούς εφαρμογής των στρατηγικών στόχων της Πράσινης Συμφωνίας, προϊόν σύμπραξης μεταξύ του Πανεπιστημίου του Κιέλου και της Eurocare. Πιο συγκεκριμένα, οι μειώσεις στην παραγωγικότητα αναμένονται να ξεπεράσουν το 20% για τα δημητριακά (-21,4%), όπως και για ελαιόκαρπους και βοδινό. Η γαλακτοπαραγωγή θα επηρεαστεί λιγότερο, µε την αναμενόμενη πτώση να µην ξεπερνά το 6,3%. ∆εν θα μπορούσε να πει κανείς το ίδιο για την κτηνοτροφία όμως, µε τον αριθμό των κρεατοπαραγωγικών ζώων να κόβεται στο μισό, µε μείωση της τάξης του 45% και των γαλακτοπαραγωγικών κατά 13,3%. Σχετικά ανεπηρέαστη προβλέπεται να μείνει η παραγωγή δημητριακών εντός της Ε.Ε. µε µία οριακά αισθητή μείωση του 2,6%. Σε διπλάσια επίπεδα μείωσης η παραγωγή ελαιόκαρπων, µε τις αναμενόμενες ποσοτικές μειώσεις να υπολογίζονται κοντά στο 6%. Στο πεδίο των τιμών, την μεγαλύτερη αύξηση στις ενδοκοινοτικές τιμές αναμένεται να έχει το βοδινό (+58%) και το χοιρινό (+48%), ακολουθούμενο από το απαστερίωτο γάλα (+36%). Σημαντικές επίσης προβλέπονται οι αυξήσεις σε φρούτα και λαχανικά (+15%), στους ελαιόκαρπους (+18%) και στα δημητριακά (+12,5%). Όπως επισημαίνεται στην έκθεση τα παραπάνω μπορούν να μεταφραστούν σε αύξηση στο αγροτικό εισόδημα κατά 21,8 ευρώ το στρέμμα, αν και µόνο αν, η κατανάλωση παραμείνει στα ίδια επίπεδα και αυξηθεί η υπεραξία των προϊόντων που παράγονται µε περιβαλλοντικές βιώσιμες πρακτικές κατά 30 ευρώ το στρέμμα κατά μέσο όρο.

 

Πηγή: www.agronews.gr

Αφήστε μια απάντηση