Ετησίως νοικιάζω επιπλέον 22 στρέµµατα για να τα κάνω αµειψισπορά ή αγρανάπαυση ώστε να πιάνω τις απαιτήσεις για το πρασίνισµα. Τώρα που το 2023 δεν απαιτείται κάτι τέτοιο, να τα αφήσω;» Αυτό είναι ένα πραγµατικό ερώτηµα το οποίο µετέφερε βαµβακοπαραγωγός στην Agrenda.

Μία απάντηση µε βάση το στρατηγικό σχέδιο της νέας ΚΑΠ, είναι πως θα µπορούσε να δοκιµάσει σε αυτά φέτος κάποια µοντέρνα καλλιέργεια όπως είναι το Σιταροκρίθαρο (Tritordeum) για να πάρει 1.320 ευρώ (60 ευρώ το στρέµµα), χωρίς να έχει τη δέσµευση να συνεχίσει να το καλλιεργεί και το 2024 αν δεν το επιθυµεί. Επιπλέον µπορεί να βάλει σε αυτά τα στρέµµατα κάποια άλλη τοπική ποικιλία από ψυχανθή ή χειµερινά σιτηρά που είναι προσαρµοσµένη στην περιοχή όπως για παράδειγµα είναι ο Καπλουτζάς (Μονόκκοκο) στη Θεσσαλία για να πάρει 31 ευρώ το στρέµµα. Μπορεί, βέβαια, ο παραγωγός αν το επιθυµεί να βάλει σε ολόκληρη την έκταση που καλλιεργούσε βαµβάκι κριθάρι µικρού βιολογικού κύκλου για να πάρει 14,3 ευρώ το στρέµµα. Αν και, προφανώς, το να αφήσει το βαµβάκι µε τα 70 ευρώ ειδική ενίσχυση, δεν είναι και η πιο «σοφή» επιλογή.

Επειδή, λοιπόν, πολλή κουβέντα γίνεται αυτές τις ηµέρες που ολοκληρώνονται οι φθινοπωρινές σπορές, για τη δράση του νέου πρασινίσµατος µε τίτλο «Χρήση ανθεκτικών και προσαρµοσµένων ειδών και ποικιλιών» αποσαφηνίζονται τα εξής:

Ανά περιοχή διαφορετικές ποικιλίες θα επιδοτούνται

Δεν προλαβαίνει τις φθινοπωρινές σπορές ο κατάλογος με τις ενισχυόμενες ποικιλίες που διαμορφώνει  το ΥΠΑΑΤ. Βέβαιη η επιδότηση μόνο σε τρίμηνα κριθάρια, βίκο

 

Κατάλογο µε διαφορετικές ποικιλίες που θα είναι προσαρµοσµένες ανά περιοχή και θα µπορούν να µπουν στο µείγµα αµειψισποράς που θα επιλέξει ο παραγωγός ώστε να λάβει την ειδική ενίσχυση από το νέο πρασίνισµα που φτάνει τα 82,4 ευρώ το στρέµµα το 2023, ετοιµάζει το ΥΠΑΑΤ. Σύµφωνα µε το ρεπορτάζ, την περασµένη εβδοµάδα πραγµατοποιήθηκε σχετική συνάντηση µεταξύ των υπηρεσιακών του υπουργείου και των συµβούλων για τη νέα ΚΑΠ για τη δηµιουργία του σχετικού καταλόγου, ο οποίος θα βγει στη δηµοσιότητα τις προσεχείς ηµέρες.

Όπως αναφέρει στην Agrenda πηγή που συµµετείχε στη συνάντηση, το κριθάρι µικρού βιολογικού κύκλου βρίσκεται υπό την οµπρέλα των «χειµερινών σιτηρών» που θα επιδοτούνται για τη σπορά τους. Η ενίσχυση υπενθυµίζεται για τα µικρού βιολογικού κύκλου ορίζεται στα 14,3 ευρώ εφόσον γίνει εναλλαγή από βαµβάκι, 29,7 ευρώ εφόσον γίνει εναλλαγή από καλαµπόκι και 52,2 ευρώ για εναλλαγή από µηδική. Σηµειώνεται εδώ πως η αµειψισπορά δεν είναι µόνο σηµαντική για τη ζιζανιοκτονία (βλ. σελ. 30) αλλά και για τη λήψη της βασικής ενίσχυσης στις αροτραίες καλλιέργειες. Ο παραγωγός καλείται σε βάθος τριετίας να έχει κάνει αµειψισπορά στο σύνολο των αγροτεµαχίων του (π.χ 33% αµειψισπορά ετησίως, ή 50% αµειψισπορά για δύο έτη ή 100% για ένα έτος). Στην περίπτωση που ακολουθείται η πρακτική της επίσπορης καλλιέργειας κάθε χρόνο ανελλιπώς είναι δυνατή η παράταση της περιόδου αµειψισποράς για µια καλλιεργητική περίοδο.

Βάσει ετήσιας δήλωσης ΟΣ∆Ε

Σε ό,τι αφορά τα ειδικά πριµ, λοιπόν, σηµειώνεται ότι η ενίσχυση αυτή δεν θα καταβάλλεται κάθε χρόνο µέχρι το τέλος της προγραµµατικής περιόδου. Αντιθέτως, πρόκειται για µονοετή δέσµευση στήριξης, η οποία προκύπτει από τη δήλωση καλλιέργειας που θα συµπληρώνει κάθε χρόνο ο αγρότης, συγκριτικά µε το ΟΣ∆Ε της προηγούµενης χρονιάς.

Ενίσχυση για αντικατάσταση

Το ύψος της ενίσχυσης εξαρτάται από τα είδη/ποικιλίες που αντικαθίσταται και το είδος/ποικιλία που εγκαθίσταται.

Για την καλλιέργεια βίκου, τα ποσά ενίσχυσης διαµορφώνονται ως εξής:

Για τα µικρού βιολογικού κύκλου χειµερινά σιτηρά, τα ποσά διαµορφώνονται ως εξής:

Ενίσχυση για τοπική ποικλία

Για τις τοπικές ποικιλίες για τις οποίες προετοιµάζεται ο κατάλογος του ΥΠΑΑΤ η επιδότηση θα δίνεται για τη σπορά και δεν θα απαιτείται κάποια αντικατάσταση. Οι τοπικές ποικιλίες θα είναι τριών κατηγοριών: Αρωµατικά φυτά (82,4 ευρώ το στρέµµα), ψυχανθή (62,8 ευρώ το στρέµµα) και χειµερινά σιτηρά (31,3 ευρώ το στρέµµα). Σε κάθε περιοχή θα προτείνονται διαφορετικές τοπικές ποικιλίες οι οποίες είναι προσαρµοσµένες στο κλίµα, το έδαφος κ.λπ. Προφανώς µέχρις ότου βγει η λίστα από το ΥΠΑΑΤ θα έχουν τελειώσει οι φθινοπωρινές σπορές, οπότε κάποιος παραγωγός µπορεί να λάβει το σχετικό πριµ µόνο για ανοιξιάτικες ποικιλίες ή αν…κατά τύχη πετύχει την ποικιλία που προτείνεται για την περιοχή του.

του Γιάννη Ρούπα

H επιλογή της γλυκοπατάτας

Σε αγαπηµένο υλικό για συνταγές εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια η γλυκοπατάτα, η οποία εδώ και µερικά χρόνια γνωρίζει την αποθέωση από το καταναλωτικό κοινό. Η καλλιέργειά της µετράει ήδη 20 και πλέον χρόνια στη χώρα, µε τις καλλιεργήσιµες εκτάσεις πλέον να υπολογίζονται σε 2.000 – 2.500 στρέµµατα. Η γλυκοπατάτα είναι µία από τις 11 καλλιέργειες για την εισαγωγή των οποίων προβλέπεται ειδικό στρεµµατικό πριµ 60,6 ευρώ τη νέα προγραµµατική περίοδο. Ωστόσο, η καλλιέργειά της δεν χρειαζόταν πριµ για να είναι οικονοµικά βιώσιµη. Η µέση τιµή παραγωγού διαµορφώνεται στο 1 ευρώ και οι αποδόσεις συνήθως κυµαίνονται µεταξύ 1.500 και 1.700 κιλών το στρέµµα. Αντίστοιχα τα καλλιεργητικά κόστη όπως έχουν µεταφέρει παραγωγοί στην Agrenda υπολογίζονται στα 1.000-1.100 ευρώ το στρέµµα. Έχοντας στα υπόψιν τα νούµερα αυτά, είναι σαφές πως το ειδικό πριµ των 60,6 ευρώ το στρέµµα είναι περισσότερο ένα φιλικό χτύπηµα στην πλάτη.

Δύο για σπορά χειμώνα και εννέα για την άνοιξη

Νέες πηγές εισοδήµατος και µικρότερο οικονοµικό ρίσκο υπόσχονται 11 εναλλακτικές καλλιέργειες που πριµοδοτούνται µε 60,6 ευρώ το στρέµµα στη νέα ΚΑΠ, έχοντας δοκιµαστεί στις ελληνικές κλιµατικές συνθήκες, αποδίδοντας τα αναµενόµενα τόσο από πλευράς αποδόσεων όσο και ποιότητας του συγκοµιζόµενου προϊόντος. Όπως σηµειώνεται άλλωστε και στο ελληνικό στρατηγικό σχέδιο, υπάρχει η σχετική τεχνογνωσία για την καλλιέργειά τους στη χώρα και οι 11 αυτές καλλιέργειες δεν αποτελούν…πυροτέχνηµα. Υπενθυµίζεται πως η λίστα µε τις νέες εναλλακτικές καλλιέργειες περιλαµβάνει: Κινόα, Χία, Τεφ, Μαύρο Σινάπι, Νιγκέλα, Καµελίνα, Μουκούνα, Tritordeum(Σιταροκρίθαρο), Γλυκοπατάτα, Τσουκνίδα για ίνα και Λινάρι για λάδι ή και ίνα.

Από τις 11 συνολικά καλλιέργειες, οι 2 (Tritordeum και τσουκνίδα για ίνα) αποτελούν φθινοπωρινές ποικιλίες, ενώ οι υπόλοιπες σπέρνονται κατά κανόνα την περίοδο της άνοιξης.

Πιο ανθεκτική η Καµελίνα, ξεχωρίζει το Tritordeum

Ως πιο ανθεκτική στις ελληνικές κλιµατολογικές συνθήκες µεταξύ των εναλλακτικών καλλιεργειών θεωρείται η Καµελίνα, η οποία αποτελεί ένα ελαιοδοτικό φυτό µε υψηλότερη περιεκτικότητα ελαίου από ηλίανθο και σόγια. Τα καλλιεργητικά της κόστη στις ελληνικές συνθήκες προσεγγίζουν αυτά του σκληρού σίτου και λοιπών χειµερινών σιτηρών, ενώ οι τιµές παραγωγού διαµορφώνονται στα 2 µε 2,5 ευρώ το κιλό, µε τον κύριο αγοραστή του προϊόντος στην Ελλάδα να είναι οι εταιρείες µε προϊόντα Superfoods.

Από τις φθινοπωρινές ποικιλίες, ξεχωρίζει το Tritordeum, που αποτελεί µία εύκολη καλλιέργεια µε πολλαπλές χρήσεις, το οποίο πρόκειται για ένα δηµητριακό διασταύρωση σκληρού σίτου και αγριοκρίθαρου που ενσωµατώνει τα φυσικά χαρακτηριστικά των «προγόνων» του και υπόσχεται έσοδα ανάλογα ή και µεγαλύτερα των άλλων δηµητριακών. Αθροιστικά, ο συνδυασµός αποδόσεων, χαµηλότερου κόστους εισροών και ειδικού πριµ καθιστά την καλλιέργεια του κατά τη νέα προγραµµατική περίοδο µία άκρως ενδιαφέρουσα επιλογή.

Από την άλλη, η τσουκνίδα σπέρνεται χρονικά παράλληλα µε τα υπόλοιπα χειµερινά σιτηρά και αποτελεί µία διετή καλλιέργεια. Σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις του καθηγητή ∆ηµήτρη Μπιλάλη, αποδίδει 120-150 κιλά ίνας το χρόνο (δηλαδή 250-300 κιλά στη διετία) στις ελληνικές συνθήκες και θα δοκιµαστεί φέτος περαιτέρω σε πειραµατικούς αγρούς του Γεωπονικού Πανεπιστηµίου Αθηνών. Πρόκειται για µία ιστορική καλλιέργεια, που έχει αξιοποιηθεί στο παρελθόν τόσο σε ξηρές περιοχές της Ινδικής χερσονήσου ως εναλλακτική στο βαµβάκι, αλλά και από τους Γερµανούς κατά το δεύτερο µισό του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου ως πρώτη ύλη για την ένδυση των ενόπλων δυνάµεων του Άξονα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ωστόσο και η καλλιέργεια του ψευδοσιτηρού Χίας, του οποίου οι σπόροι έχουν αναγνωριστεί τα τελευταία χρόνια ως υπερτροφή. Προσαρµοσµένη επίσης στις ελληνικές συνθήκες είναι η Κινόα, η οποία παρουσιάζει υψηλή περιεκτικότητά σε πρωτεΐνη (>16%).

Οι εναλλαγές καλλιεργειών σώζουν και από τα ζιζάνια

του Λεωνίδα Λιάµη

«Alert» για τον κίνδυνο να µείνει η φαρέτρα των αγροτών άδεια από όπλα, στην περίπτωση της καταπολέµησης των ζιζανίων στα χειµερινά σιτηρά, λόγω της ανάπτυξης πολλαπλής ανθεκτικότητας, έχει σηµάνει η ερευνητική κοινότητα και προτείνει ως λύση την αµειψισπορά, την αξιοποίηση ανταγωνιστικών ποικιλιών και την εναλλαγή ζιζανιοκτόνων.

«Η συνεχής χρήση των ζιζανιοκτόνων και της µονοκαλλιέργειας, έχει οδηγήσει στο να χάνουµε συνέχεια ζιζανιοκτόνα, λόγω της ανάπτυξης πολλαπλής ανθεκτικότητας των ζιζανίων και αν συνεχίσουµε µε αυτό τον τρόπο, νοµοτελειακά θα µείνουµε κάποια στιγµή χωρίς όπλα στα χέρια των παραγωγών», σηµειώνει ο Θωµάς Γιτσόπουλος, ερευνητής του ΕΛΓΟ στο Ινστιτούτο Γενετικής Βελτίωσης & Φυτογενετικών Πόρων.

Υπενθυµίζοντας πως λόγω των ζιζανίων η µείωση της παραγωγής, κατά µέσο όρο, µπορεί να φτάσει έως και στο 15%, ο συνοµιλητής µας τονίζει πως το πρόβληµα είναι µεγάλο τόσο στη χώρα µας, όσο και παγκοσµίως κι «έλκει» τις ρίζες του στο γεγονός ότι κατά κύριο λόγο η αντιµετώπιση των ζιζανίων γίνεται µε χηµικά ζιζανιοκτόνα.

«∆εν λέµε να µη χρησιµοποιούνται τα σκευάσµατα, αλλά η χρήση τους να γίνεται µε τέτοιο τρόπο, για να παραµείνουν αποτελεσµατικά» είπε ο κ. Γιτσόπουλος, υπογραµµίζοντας τη µεγάλη σηµασία της πρόληψης.

Όπως εξήγησε, σε ό,τι αφορά στην αµειψισπορά, είναι πολύ σηµαντικό να προτείνονται συγκεκριµένες κι όχι αόριστες εναλλαγές καλλιεργειών, ώστε να επιτυγχάνεται το επιδιωκόµενο αποτέλεσµα. «Για παράδειγµα, το να πάµε από το σιτάρι στο κριθάρι, είναι µεν αµειψισπορά, αλλά και πάλι τα ίδια ζιζανιοκτόνα θα χρησιµοποιήσουµε. Ο βασικός σκοπός της αµειψισποράς είναι να αλλάξουµε ουσιαστικά την ηµεροµηνία σποράς και την ηµεροµηνία συγκοµιδής. Να σπάσουµε το βιολογικό κύκλο του ζιζανίου», διευκρινίζει χαρακτηριστικά ο ερευνητής.

Στο πλαίσιο αυτό υπογραµµίζει πως ο παραγωγός θα πρέπει να επιλέξει µια καλλιέργεια που θα σπαρθεί την άνοιξη, αντί για το φθινόπωρο, όπως για παράδειγµα ο ηλίανθος ή το βαµβάκι και κατά τη διάρκεια της χειµερινής περιόδου να διαχειριστεί µηχανικά τα ανθεκτικά ζιζάνια.

Ένας άλλος ενδεικνυόµενος τρόπος, κατά τον κ. Γιτσόπουλο, είναι να στραφούν οι παραγωγοί περισσότερο στη χρήση µη χηµικών εργαλείων που χρησιµοποιούνταν στο παρελθόν, αλλά έχουν πλέον ξεχαστεί.

«Θα πρέπει να αξιοποιήσουµε την ανταγωνιστικότητα των ποικιλιών και να βρούµε εκείνες που αντιµετωπίζουν τα ζιζάνια», είπε χαρακτηριστικά για να προσθέσει πως καθοριστικής σηµασίας είναι, επίσης, να γίνεται εναλλαγή των ζιζανιοκτόνων, που χρησιµοποιούνται από τους αγρότες, ώστε να µην προλαβαίνουν τα ζιζάνια να αποκτούν ανθεκτικότητα.

Για τα χειµερινά σιτηρά µεγάλο πρόβληµα µε πολλαπλή ανθεκτικότητα παρατηρείται στην περίπτωση της αγριόβρωµης και της ήρας, η οποία είναι στην κορυφή της σχετικής λίστας, ενώ ειδικά σε κάποιες περιοχές της δυτικής Μακεδονίας καταγράφεται, πλέον αναβίωση ζιζανίων που στο παρελθόν δεν δηµιουργούσαν πρόβληµα. «Στην κατηγορία αυτή είναι το µίλιο, αλλά και το ανεµόχορτο, τα οποία, λόγω του ότι έχουµε αντιµετωπίσει τα άλλα ζιζάνια, βρήκαν χώρο και ξεπετάχτηκαν, καθώς έχουν αναπτύξει πλέον ανθεκτικότητα σε υφιστάµενα ζιζανιοκτόνα και προκαλούν ζηµίες στις καλλιέργειες», είπε ο κ. Γιτσόπουλος.

Σύµφωνα µε τον ίδιο το πρόβληµα δεν περιορίζεται στον κίνδυνο να χαθούν τα ζιζανιοκτόνα στα χειµερινά σιτηρά. «Παρόµοια ζιζανιοκτόνα, µε µηχανισµό δράσης ανάλογο µε εκείνον των ζιζανιοκτόνων για τα χειµερινά σιτηρά, χρησιµοποιούµε και σε άλλες καλλιέργειες, οπότε το πρόβληµα µετατίθεται και σε αυτές. Χτυπάµε µεγάλο Alert.

 

 

 

 

Πηγή: www.agronews.Gr

Αφήστε μια απάντηση