Μπορεί το µωσαϊκό που συνθέτει σήµερα τον αγροτικό τοµέα στην Ελλάδα και η απουσία ενιαίας έκφρασης των αγροτών να µην αφήνουν πολλά περιθώρια σε γενικευµένες αντιδράσεις, ωστόσο η πραγµατικότητα βεβαιώνει ότι οι άνθρωποι της αγροτικής παραγωγής χάνουν συνεχώς έδαφος.

Στην πλειοψηφία τους µάλιστα δηλώνουν ιδιαίτερα ανήσυχοι, όχι µόνο για τη δραστηριότητά τους τη νέα χρονιά αλλά και για τη θέση τους στο επάγγελµα τα επόµενα χρόνια. Οι λόγοι είναι πολλοί. Ο βασικότερος έχει να κάνει µε τη διεθνοποίηση των αγορών και την ένταση του ανταγωνισµού από χώρες µε χαµηλότερο κόστος στα αντίστοιχα προϊόντα. Ειδικά στις µεγάλες καλλιέργειες, η θέση της Ελλάδας µοιάζει αδιέξοδη.

Με µικρά µεγέθη εκµεταλλεύσεων και µ’ αυτή τη δοµή, η ελληνική γεωργία δεν είναι σε θέση να ανταγωνισθεί, ούτε τις αναπτυγµένες τεχνολογικά χώρες της ∆ύσης, ούτε τις χαµηλού εργατικού κόστους χώρες του λεγόµενου Τρίτου Κόσµου. Θα µπορούσε να πει κανείς ότι η αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα είναι υποχρεωµένη να κινείται µε τους όλο και πιο αυστηρούς όρους που υπαγορεύουν οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς το επίπεδο των εκµεταλλεύσεων να έχει ενσωµατώσει τις οργανωτικές δοµές, την τεχνολογία και τις αντιλήψεις των ευρωπαίων παραγωγών. Αποτέλεσµα; Το χάσµα παραγωγικότητας να µεγαλώνει και η βιωσιµότητα των αγροτικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα να τίθεται σε άµεσο κίνδυνο. 

Η τελευταία µεταρρύθµιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, θα µπορούσε να πει κανείς ότι µοιάζει µε τη σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι. Αν ληφθεί υπόψη ότι σοβαρές επιφυλάξεις για το «πράσινο πρόσταγµα» των Βρυξελλών, εκφράζουν, µε επίµονή µάλιστα, πετυχηµένοι αγρότες από προχωρηµένες γεωργικά χώρες όπως η Ολλανδία και η Γερµανία, καθίσταται σαφές ότι τα θέµατα που καλείται να διαχειρισθεί η Ελλάδα είναι τεράστια. Ο σχεδιασµός προσαρµογής που απαιτείται ξεπερνάει τα στενά όρια µιας εκµετάλλευσης ή ενός κλάδου.

Χρειάζονται κεντρικές αποφάσεις µε στρατηγική σηµασία, οι οποίες δεν θα απαντούν απλώς στα κελεύσµατα της ΚΑΠ ή στις απαιτήσεις των ισχυρών lobbys των εισροών, της µεταποίησης και το εµπορίου αλλά θα παίρνουν σοβαρά υπόψη τις πραγµατικές ανάγκες των παραγωγών και την οικονοµική επιβίωση των αντίστοιχων επιχειρήσεων. Σε κάθε περίπτωση είναι ώρα να µπει φραγµός στη διαδικασία φθοράς των µονάδων µεσαίου µεγέθους που συνιστά απειλή για την αγροτική οικονοµία και την ευηµερία στις αγροτικές περιοχές.  

Μπροστά στις µεγάλες προκλήσεις που έχει µπροστά της η ελληνική γεωργία, οι «σκιαµαχία» για τον πρόεδρο του ΟΠΕΚΕΠΕ στην οποία αναλώνεται τον τελευταίο καιρό η ηγεσία της πλατείας Βάθη, δείχνει αδυναµία κατανόησης των πραγµατικών προβληµάτων και έλλειµµα πολιτικής στην κατεύθυνση της αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητας, τουλάχιστον σε πτυχές και κλάδους που αυτό είναι ακόµα εφικτό. 

Μήπως ο πυλώνας αρχίζει να λυγίζει;

Το ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εδώ και καιρό, παίζει χωρίς αντίπαλο δεν είναι καλό για κανέναν. Ούτε για τον ίδιο τον Μητσοτάκη.

Υπάρχει µια σκόπιµη ή ασυναίσθητη υποβάθµιση στα αγροτικά ζητήµατα, που κάποιες φορές δίνει την εντύπωση εγκατάλειψης του αγροτικού κόσµου. Ξεκινάει από τις δάφνες του 41% και την απουσία αντιπάλου.

Η διετία του κορωνοϊού, ο πόλεµος στην Ουκρανία και ο κατακλυσµός στη Θεσσαλία, δεν συνιστούν άλλοθι για τη µη αναζήτηση έως τώρα ενός συνεκτικού σχεδίου δράσης στον αγροτικό χώρο. Που, παίρνοντας υπόψη το πλαίσιο της ΚΑΠ, θα καθορίζει προτεραιότητες, θα υπαγορεύει πολιτικές και θα υποδεικνύει συγκεκριµένους στόχους.

Ποιος αλήθεια ορίζει σήµερα τι είναι σηµαντικό για την εγχώρια αγροτική παραγωγή, τι είναι σηµαντικό για τη βιωσιµότητα των αγροτικών εκµεταλλεύσεων, τι είναι σηµαντικό για την εθνική οικονοµία και τι είναι σηµαντικό για την ευηµερία στις αγροτικές περιοχές; Είναι δυνατόν αυτό να επαφίεται στη γνώση και το φιλότιµο του κάθε αγρότη; Εκτός και αν, άλλες δυνάµεις, αφανείς κατά βάση, επηρεάζουν τόσο πολύ την πορεία των πραγµάτων, επιβάλλοντας την αδράνεια και ένα πέπλο ασάφειας.

Πάντως, για τους ανθρώπους που έχουν ασχοληθεί επί σειρά ετών µε τα αγροτικά ζητήµατα, είτε από τη θέση του αγρότη είτε από τη θέση του επιστήµονα, είτε από τη θέση του τεχνοκράτη, το έλλειµµα ουσιώδους αγροτικής πολιτικής είναι ολοφάνερο. Κάποιοι νοµίζουν ότι το θέµα της αγροτικής πολιτικής εξαντλείται στην περιπετειώδη κατανοµή των κοινοτικών ενισχύσεων, στην επιπόλαιη κατάρτιση προγραµµάτων και στη γαλαντόµο καταβολή αποζηµιώσεων.

Από ‘κει και πέρα, όποια µέτρα έρχονται, είναι συνήθως αποτέλεσµα οχλήσεων από ισχυρά lobbies οικονοµικών παραγόντων και οντοτήτων. Άντε και κάποιες υποχρεώσεις βουλευτών σε παραγωγικές οµάδες και τοπικές κοινότητες. ∆εν συµβαίνει το ίδιο στις αναπτυγµένες χώρες της Ευρώπης. Η Ισπανία για παράδειγµα, όταν αποφάσισε να γίνει πρώτη δύναµη παγκοσµίως στο ελαιόλαδο, βρήκε τον τρόπο να το κάνει, εντός του πλαισίου της Ε.Ε. Τελευταία, έχει θέσει ως στόχο να κάνει κάτι ανάλογο και µε το κρασί. Και το προχωράει βήµα – βήµα.

Πριν λίγες µέρες, ο Μακρόν ανακοίνωσε ένα ολοκληρωµένο σχέδιο για την ανάπτυξη του αγροτικού τοµέα στη Γαλλία. Μια χώρα που διεκδικεί τα πρωτεία της αγροτικής παραγωγής πανευρωπαϊκά, διαθέτει υψηλού επιπέδου αγροτικές εκµεταλλεύσεις, έχει κάνει πράξη τη συνεταιριστική ιδέα και αυξάνει µοναδικά την υπεραξία των αγροτικών προϊόντων. Στην Ελλάδα έχουµε µείνει στη ρητορική… ο αγροτικός τοµέας είναι πυλώνας ανάπτυξης και η κυβέρνηση είναι δίπλα στους αγρότες. Και από ουσία, µηδέν! 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πηγή: www.agronews.gr

Αφήστε μια απάντηση