Χάνει ισχύ η διορθωτική δύναµη στην ευρωπαϊκή αγορά σκληρού σίτου, µε τα βασικά εµπορικά κέντρα της Ιταλίας και κυρίως της Φότζια, να αποφεύγουν την ανάρτηση νέων τιµών που θα αφορούν τη νέα σοδειά, όσο οι τιµές για το καναδέζικο σιτάρι γράφουν κέρδη.
Στη δεδοµένη συγκυρία, η απουσία τιµών στις λίστες που εκδίδουν Φότζια, Μπάρι, Αλταµούρα και Μπολόνια, οι οποίες δίνουν τον τόνο και στην ελληνική αγορά, φαίνεται πως λειτουργεί υπέρ των παραγωγών, αφού στο µεταξύ διαπιστώνεται µια έλλειψη σε καλές ποιότητες στη γειτονική Ιταλία, η οποία και ωθεί ανοδικά τις τιµές για τις εισαγόµενες ποσότητες.
Με δεδοµένο ότι η γενική εικόνα από τους ελληνικούς κάµπους δείχνει πως η φετινή σοδειά τελικά δεν υποβαθµίστηκε ποιοτικά από τον βροχερό καιρό, αφήνει κάποια περιθώρια στις τιµές να σηκώσουν κεφάλι από τη βάση των 25 λεπτών που ακούγονται τις τελευταίες ηµέρες στην πιάτσα.
Με άλλα λόγια, η αβεβαιότητα γύρω από τις αποδόσεις και τις ποιότητες της ιταλικής παραγωγής σκληρού σίτου, έπειτα από ένα νέο κύµα κακοκαιρίας των προηγούµενων ηµερών που καθυστέρησαν τον αλωνισµό στη γειτονική χώρα, φαίνεται να µαλακώνουν προς το παρόν τις πιέσεις στην αγορά.
Οι ονοµαστικές τιµές προκύπτουν από την τελευταία ανανέωση της λίστας Φότζια, που έκλεισε στα 345 ευρώ ο τόνος για την πρώτη ποιότητα.
Η εξέλιξη αυτή θα µπορούσε να διευκολύνει για λίγο την υπόθεση της ελληνικής σοδειάς, µε τον καιρό να ευνοεί τελευταία την επανεκκίνηση του αλωνισµού και την γενική εικόνα να θέλει τις ποιότητες για την εγχώρια παραγωγή σκληρού σίτου, να γλιτώνουν την υποβάθµιση.
Από την άλλη, στην Ιταλία προεξοφλείται µια προβληµατική παραγωγή ως προς τα ειδικά βάρη, τις πρωτεΐνες και τα υαλώδη, ενώ καταγράφονται σηµαντικά προβλήµατα και από το φουζάριο.
Απούσα πάντως από την ιταλική αγορά είναι και η ζήτηση, σε µια συνθήκη που θέλει την προσφορά να περιορίζεται στη διάθεση των αποθεµάτων, κυρίως λόγω της προοπτικής που θέλει την παγκόσµια παραγωγή αυξηµένη για φέτος, εκτίµηση που αφορά κυρίως στις παραγωγές της Βόρειας Αµερικής.
Η αγορά παραµένει πάντως ακόµα αρκετά ρευστή, καθώς οι παράγοντες που επηρεάζουν την τιµή είναι αρκετοί και η µεταξύ τους αλληλεπίδραση πιο σύνθετη από ό,τι συνηθίζεται.
Σίγουρα η εικόνα θα είναι πιο ξεκάθαρη µόλις ανακοινωθούν οι πρώτες τιµές στα εµπορικά κέντρα της Ιταλίας. Φαίνεται πάντως, ότι µόλις καθίσει η σκόνη του αλωνισµού στην Ευρώπη, θα µπορούσε να ανοίξει µια περίοδος κατά την οποία η προσφορά έναντι της ζήτησης, θα µπορούσε να υποστηρίξει καλύτερες τιµές.
Όσο στην εγχώρια αγορά η τιµή βάσης για το φετινό σκληρό σιτάρι, διατηρείται στα 25 λεπτά το κιλό, το τοπίο στις ευρωπαϊκές αγορές, εµφανίζει πάντως µια ελαφρώς βελτιωµένη εικόνα. Σ’ αυτό το περιβάλλον δείχνει «υπερπουληµένη» η εγχώρια αγορά που έχει αποδειχθεί πιο ευάλωτη στις πρακτικές µεσιτών και εµπόρων, λόγω της απουσίας θεσµικής καταγραφής τιµών και ποιοτήτων όπως συµβαίνει στη γειτονική Ιταλία, καθώς και συλλογικών σχηµάτων που βελτιώνουν τη διαπραγµατευτική ισχύ των παραγωγών θεσµικά και πρακτικά. Η άνοδος στηρίζεται και στην ολοένα και πιο έντονη ζήτηση που έρχεται από την Ισπανία. Η χώρα της ιβηρικής, καλείται να διαχειριστεί µια κάθετη πτώση της παραγωγής, που θα µπορούσε να βρεθεί ακόµα και στους 250.000 τόνους, όταν σε µια φυσιολογική χρονιά, το συνολικό τονάζ ξεπερνά τους 800.000 τόνους. Βέβαια, µέρος της ζήτησης που δηµιουργείται καλύπτεται από την γαλλική παραγωγή, η οποία εµφανίζεται αυξηµένη, ειδικά στα βορειοδυτικά τµήµατα της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, στη Γαλλία οι τιµές ανεβαίνουν στα 370 ευρώ ο τόνος (FOB).
Η συνολική παραγωγή στην Ε.Ε. υπολογίζεται σε 7,3 εκατ. τόνους
Γάλλοι και Ιταλοί αναλυτές, συµφωνούν στο ότι τις νέες τιµές θα καθορίσει τόσο η διαθεσιµότητα σε σιτάρια µε καλά ποιοτικά χαρακτηριστικά, όσο όµως και το spread ανάµεσα στις τιµές του σκληρού σίτου και του µαλακού, το οποίο δείχνει να αντιστέκεται σε μια περαιτέρω κίνηση εντός του πτωτικού καναλιού.
Προς το παρόν, µοναδική χειροπιαστή ένδειξη αυτής της ανοδικής τάσης, είναι η άνοδος που καταγράφουν οι τιµές για τα καναδικά σκληρά σιτάρια στο Μπάρι και την Αλταµούρα. Συγκεκριµένα, η πρώτη ποιότητα καναδικού σκληρού σίτου, µε πρωτεΐνη 15%, διαπραγµατεύεται στα 370 µε 375 ευρώ ο τόνος, την στιγµή που οι κοµπίνες στους κάµπους της χώρας δουλεύουν ασταµάτητα. Έµπειροι παράγοντες της αγοράς, σχολιάζουν στην Agrenda ότι η συνθήκη αυτή µαρτυρά την κακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται µεγάλο κοµµάτι της φετινής παραγωγής στην Ιταλία, κάτι το οποίο µένει να αποτυπωθεί την επόµενη εβδοµάδα και µέχρι τις αρχές Ιουλίου σε όλες τις αγορές της Ιταλίας, αρχής γενοµένης από το Μπάρι και τη Φότζια.
Πάντως, φαίνεται πως όποια ισορροπία και αν διαµορφωθεί τις επόµενες ηµέρες στην ευρωπαϊκή αγορά, η διάρκειά της θα είναι µικρή αφού τα βορειοαµερικάνικα στάρια (Καναδάς και ΗΠΑ) που αναµένονται το προσεχές φθινόπωρο, θα ανατρέψουν τη συνθήκη.
Πιο απλά, µε δεδοµένο ότι τα αποθέµατα φέτος, ήταν περιορισµένα, η ευρωπαϊκή αγορά εξακολουθεί να δυσκολεύεται να καλύψει τις ανάγκες της µε όρους προσγείωσης των τιµών σε επίπεδα 2021. Με δεδοµένο ότι οι σπορές σε ΗΠΑ και Καναδά δείχνουν µια σοδειά των 10 εκατ. τόνων, φαίνεται πως η αγορά θα έχει το απαιτούµενο καύσιµο για συνέχιση της διόρθωσης μετά το καλοκαίρι.