Αρκεί µια προσεκτική µατιά στις επετειακές αναλύσεις για τα 20 χρόνια του ευρώ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για να γίνει κατανοητό ότι το µεγαλύτερο όφελος από την υιοθέτηση του κοινού νοµίσµατος στις χώρες της ευρωζώνης είναι η σταθερότητα, ως αποτέλεσµα του χαµηλού πληθωρισµού και του φθηνού κόστους δανεισµού.
Την ίδια στιγµή, προκύπτει µε σαφήνεια η παραδοχή της µειωµένης ανταγωνιστικότητας που συντήρησε την ακρίβεια και κράτησε χαµηλά τις επενδύσεις.
Ειδικότερα για τους αγρότες, το οικονοµικό περιβάλλον στα χρόνια του ευρώ δεν υπήρξε ιδιαίτερα πρόσφορο. Η βασικότερη αιτία έχει να κάνει µε το γεγονός ότι ειδικά οι Έλληνες αγρότες δεν κατάφεραν να επωφεληθούν από την επάρκεια ρευστότητας και το φθηνό χρήµα.
Με τους µεγάλους συνεταιρισµούς να έχουν χρεοκοπήσει (πρόγραµµα αποκρατικοποιήσεων αγροτοβιοµηχανιών της ΑΤΕ) και τις περισσότερες ενώσεις (ΕΑΣ) να πνέουν τα λοίσθια ήδη από τη δεκαετία του ’90, η έλευση του ευρώ το 2002 βρήκε τις αγροτικές εκµεταλλεύσεις στην Ελλάδα αντιµέτωπες µε µεγάλα διαρθρωτικά προβλήµατα, κυριότερο εκ των οποίων το µικρό µέγεθος και η χαµηλή παραγωγικότητα.
Είχε προηγηθεί µια 7ετία µεγάλων εντάσεων µε µπλόκα διαρκείας στις εθνικές οδούς, δείγµα χαρακτηριστικό των δυσκολιών που αντιµετώπιζαν οι αγροτικές επιχειρήσεις και την αποµόνωσης της οποία βίωνε ο αγροτικός κόσµος. Έτσι, είτε µε την Αγροτική Τράπεζα κατά την πρώτη δεκαετία κυκλοφορίας του ευρώ, είτε µε την Τράπεζα Πειραιώς (απορρόφησε την ΑΤΕ) στη διάρκεια της δεύτερης δεκαετίας, η πρόσβαση των µεµονωµένων αγροτικών µονάδων στον δανεισµό αποδείχθηκε δύσκολη και ακριβή.
Κι όλα αυτά την ώρα που το σκληρό ευρώ περιόριζε την ανταγωνιστικότητα των αγροτικών προϊόντων της χώρας στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αγορές, επιβράδυνε σε σηµαντικό βαθµό τις επενδύσεις και επιδρούσε περιοριστικά στην παραγωγικότητα των εκµεταλλεύσεων και εν γένει της ανάπτυξης της ελληνικής γεωργίας.
Τα περισσότερα από τα δάνεια µε αποδέκτες αγρότες και κατοίκους της υπαίθρου αφορούσαν κυρίως σε χρηµατοδοτήσεις για την απόκτηση στέγης, ενώ ιδιαίτερα υψηλό ήταν και παραµένει το επιτόκιο για καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες, κατηγορίες στις οποίες υπήρχε, θα µπορούσε να πει κανείς, εύκολη πρόσβαση και για τους διαµένοντες σε αγροτικές περιοχές, ανεξαρτήτως επαγγελµατικής ιδιότητας.
Σε κάθε περίπτωση η κυκλοφορία του ευρώ έδωσε τη δυνατότητα και στα ίδια τα κράτη να δανείζονται φθηνά, πράγµα το οποίο σε χώρες όπως η Ελλάδα, εξασφάλισε προσωρινά µια επίπλαστη ευηµερία, ενισχύοντας τον καταναλωτισµό, ωστόσο, την ίδια στιγµή, διεύρυνε το δηµόσιο χρέος µε τα γνωστά συνεπακόλουθα της χρεοκοπίας λίγο πριν τη συµπλήρωση της πρώτης δεκαετίας του κοινού ευρωπαϊκού νοµίσµατος.
Οι επιδοτήσεις κράτησαν στη ζωή τη γεωργία
Οι καθαρές εισροές σε ευρώ, ως αποτέλεσµα των κοινοτικών ενισχύσεων για τη γεωργία (ΚΑΠ) οι οποίες, χρόνο µε το χρόνο βαίνουν µειούµενες, ήταν και είναι αυτό που κρατάει ζωντανή την ελληνική γεωργία στα χρόνια του ενιαίου νοµίσµατος. ∆εν είναι τυχαίο ότι,
την ίδια στιγµή που οι κοινοτικές ενισχύσεις µειώνονται, καταγράφεται αύξηση της βαρύτητας των εσόδων από επιδοτήσεις σε σχέση µε τα έσοδα από την αγορά στην αναλογία του αγροτικού εισοδήµατος. Αυτό από µόνο του πιστοποιεί την µείωση των περιθωρίων κέρδους στο πεδίο της αγροτικής δραστηριότητας, την υποχώρηση της αποδοτικότητας των επενδυµένων κεφαλαίων και ακολούθως, την µείωση επενδύσεων που οδηγούν σε υπονόµευση του παραγωγικού προτύπου. Τα 20 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία του ευρώ επιβεβαιώνουν τις συνθήκες σταθερότητας και το διαβατήριο που εξασφαλίζει στο άνοιγµα νέων αγορών.
Πηγή: www.agronews.gr