Διαφαινόμενες ελλείψεις και μια εποχιακή τάση ενίσχυσης των τιμών λιπασμάτων καθιστούν τις επόμενες εβδομάδες μια κατάλληλη στιγμή για εφοδιασμό των αγροτικών εκμεταλλεύσεων με τα απαραίτητα εφόδια για τις καλλιεργητικές ανάγκες της νέας χρονιάς. Το κλίμα στην αγορά δείχνει πως η ύφεση ανόδου που είχε ξεκινήσει τον περασμένο Ιούνιο δεν ανταποκρίνεται στη νέα κατάσταση, με τις τελευταίες εξελίξεις να προοιωνίζουν ενδεχόμενες αυξήσεις τις τιμές.
Οι απαραίτητες εισροές για την επερχόμενη καλλιεργητική περίοδο 2022/23 θα χρειαστεί να γίνουν αργά ή γρήγορα, με το βασικό ερώτημα που ταλαιπωρεί τώρα τους οργανωμένους παραγωγούς στην Ελλάδα να είναι το: πότε;
Δεν χωρά αμφισβήτηση ότι το ρίσκο είναι υψηλό, στην περίπτωση που ένας αγρότης επιλέξει να αγοράσει από τώρα όλες τις ανάγκες που εκτιμά ότι θα έχει τόσο στις επερχόμενες φθινοπωρινές σπορές, όσο και σε αυτές της άνοιξης του 2023. Εξίσου υψηλό όμως και το ρίσκο της μη λήψης κάποιας απόφασης, με τη μορφή της σταδιακής και χωρίς προγραμματισμό αγοράς, αφού δεν αποκλείεται οι τιμές τότε να διαμορφώνονται σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα από τα σημερινά.
Τα τελευταία 14 χρόνια, μόνο τέσσερεις φορές η αγορά λιπασμάτων κινήθηκε ενάντια στην τάση εποχικότητας, με τις περισσότερες καλλιεργητικές σεζόν να βλέπουν τα χαμηλά της αγοράς πριν από φθινοπωρινές σπορές, ενώ οι κορυφές σχηματίζονται κατά κανόνα την εαρινή περίοδο.
Η περσινή καλλιεργητική σεζόν, κατά την οποία εμφανίστηκαν και οι πρώτες επιπλοκές στην ευρωπαϊκή παραγωγή λιπασμάτων, δεν αποκλίνει από τον κανόνα αυτό. Συγκεκριμένα, από το 2009 μέχρι σήμερα, μόνο το 2010, 2011, 2017 και 2018 η αγορά λιπασμάτων βρέθηκε σε υψηλότερα επίπεδα κατά τους φθινοπωρινούς μήνες συγκριτικά με την άνοιξη των αντίστοιχων σεζόν. Όλες τις υπόλοιπες χρονιές, η αγορά βρίσκεται στα χαμηλά της την περίοδο Αυγούστου-Σεπτεμβρίου σύμφωνα με την ανάλυση της εταιρείας DTN.
Η παρατήρηση αυτή έχει αξία σε μια συγκυρία κατά την οποία διαφαίνονται νέες αυξήσεις στις τιμές των εισροών ανεξάρτητα από την εποχικότητα, οι οποίες μόλις που κατάφεραν να αποκλιμακωθούν από τα υψηλά της περασμένης άνοιξης, με απώλειες που μεταξύ των 150 με 200 ευρώ ο τόνος στην περίπτωση της ουρίας που νωρίτερα είχε ξεπεράσει ακόμα και τα 1050 ευρώ ο τόνος.
Η νέα κατάσταση που εδραιώνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση εξαιτίας της εκτίναξης στο κόστος ενέργειας έχει ωθήσει πολλές εταιρείες παραγωγής λιπασμάτων στο να κλείσουν μονάδες ή να περιορίσουν δραστικά την παραγωγή σε αυτές.
Δεν είναι όμως μόνο το κόστος της ενέργειας αυτό που καθιστά δύσκολη την παραγωγή λιπασμάτων στην Ευρώπη. Οι εταιρείες καλούνται να διαχειριστούν παράλληλα και ένα έμμεσο αποτύπωμα που αφήνει στην παραγωγική ικανότητα των εργοστασίων τους η υφιστάμενη γεωπολιτική κρίση και ο πόλεμος. Εδώ και αρκετούς μήνες η Ε.Ε έχει απαγορεύσει την εισαγωγή ποτάσας από την Λευκορωσία, έναν βασικό προμηθευτή στις παγκόσμιες αγορές. Παράλληλα, οι κυρώσεις εναντίων της Ρωσίας που έχουν επιβάλει ανεξάρτητα από την γραμμή της Ε.Ε τραπεζικά ιδρύματα, ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες, καθιστούν πρακτικά αδύνατη την εισαγωγή πρώτων υλών για παραγωγή λιπασμάτων από την Ρωσία, παρά το γεγονός ότι δεν έχει ενεργοποιηθεί κάποια άμεση απαγόρευση στο πεδίο αυτό. Παράλληλα η Κίνα έχει αποφασίσει να φρενάρει τις δικές της εξαγωγές λιπασμάτων, σε μια προσπάθεια εξασφάλισης ικανής προσφοράς προϊόντων θρέψεις για τις εσωτερικές της ανάγκες.
Το φθηνό ευρώ επιβαρύνει
Το κλείσιμο των βιομηχανιών στην Ευρώπη, σε μια συνθήκη φθηνού ευρώ και ακριβού δολαρίου, συνεπάγεται και μια περαιτέρω, έμμεση ενίσχυση των τιμών λιπασμάτων στις ευρωπαϊκές αγορές εξαιτίας της ισοτιμίας. Εφόσον η Ευρώπη αναζητήσει στις διεθνείς αγορές προμηθευτές για να καλυφθεί το κενό που αφήνει η διακοπή της παραγωγής εντός του μπλοκ, αυτό συνεπάγεται ότι οι αγορές θα γίνουν με ένα πιο αδύναμο νόμισμα έναντι του ισχυρότερου δολαρίου της τελευταίας 20ετίας. Μάλιστα, δεν αποκλείεται τις επόμενες εβδομάδες το ευρώ να φτάσει ακόμα και στα 0,95 σεντς έναντι του δολαρίου, σε μια εξέλιξη που επιβαρύνει περισσότερο το κόστος εισαγωγής λιπασμάτων εκτός Ευρώπης.
Αυξήσεις και στον σπόρο
Η πορεία των αγορών στην περίπτωση του σκληρού σίτου, του καλαμποκιού και του βαμβακιού, έχουν εδραιώσει τέτοιες τιμές που αναμένεται ότι θα περαστούν το επόμενο διάστημα και στο κόστος του σπόρου. Επομένων και στην περίπτωση της αγοράς σπόρου θα χρειαστεί ιδιαίτερη προσοχή από πλευράς παραγωγών και στάθμιση των δεδομένων της αγοράς και των ευρύτερων καλλιεργητικών επιλογών τους.
Μέσα σε όλα αυτά πάντως, το ρίσκο έγκειται στο σενάριο ενός απρόσμενου γυρίσματος των αγορών αγροτικών εμπορευμάτων, με τη διόρθωση των τιμών να προηγείται αυτής των τιμών εισροών. Πάντως, ειδικά στην Βόρεια Αμερική όπου ο προγραμματισμός των σπορών γίνεται πολύ πιο οργανωμένα και γρήγορα από τους αγρότες, αρκετοί είναι αυτοί που ήδη έχουν αγοράσει το 100% των αναγκών τους σε άζωτο, φοβούμενοι ένα ενδεχόμενο ράλι στις τιμές τους επόμενους μήνες, με τις τελευταίες εξελίξεις στην Ευρώπη απλά να επιβεβαιώνουν την επιλογή τους για αγορά εισροών ακριβώς μετά τη συγκομιδή.
Πηγή: www.agronews.gr