Φώσφορος (P)

Ο φώσφορος προσλαμβάνεται από το έδαφος, από τα φυτά και τους μικροοργανισμούς. Όταν αυτά νεκρωθούν ή μετά από καύση ή αποικοδόμησή τους, ο P επιστρέφει ξανά στο έδαφος. Ένα μέρος μόνο από τις ποσότητες φωσφόρου που υπάρχει στα νερά λιμνών, λιμνοθαλασσών και κόλπων επιστρέφει με τα αλιεύματα και τα περιττώματα των θαλάσσιων πτηνών. Ο κύκλος του φωσφόρου είναι ανοιχτός, γι’ αυτό και υπάρχει μείωση της διαθέσιμης ποσότητας διαχρονικά.

Μεγαλύτερη ευκολία διαλυτοποίησης της οργανικής μορφής από εκείνη των μητρικών υλικών από τα οποία προήλθε. Οργανική μορφή του φωσφόρου (όξινη ή αλκαλική φωσφατάση και φυτάσες) από ένζυμα που παράγουν διάφοροι μικροοργανισμοί του εδάφους. Ανόργανη μορφή φωσφόρου στο έδαφος από βακτήρια των γενών Pseudomonas, Bacillus.

Φωσφορικά λιπάσματα

Με την προσθήκη στο έδαφος φωσφορικών λιπασμάτων έχουμε την προοδευτική απώλεια διαλυτότητας του φωσφόρου και τον μικρό βαθμό αποτελεσματικότητάς του (<15%). Αρκετά μεγάλες ποσότητες φωσφορικών λιπασμάτων χορηγούνται για να ικανοποιηθούν οι σχετικά χαμηλές απαιτήσεις των καλλιεργειών. Οι ανάγκες P είναι μικρότερες κατά 3-5 φορές από εκείνες σε N και K.

Αυξημένες εισροές P επί σειρά ετών οδηγούν σε συσσώρευση P στο έδαφος και υπό ευνοϊκές συνθήκες (αμμώδη ή οργανικά εδάφη, πολλές βροχοπτώσεις, άρδευση), γίνεται έκπλυσή τους προς τα υπόγεια νερά.

Οι ρίζες απορροφούν το φώσφορο από το εδαφικό διάλυμα

Μετά την απορρόφησή του, κινείται μέσα στο φυτό κυρίως στην ανόργανη μορφή του, η οποία είναι πολύ γρήγορη προς τα ανώτερα μέρη του. Η είσοδός του στις μεταβολικές διαδικασίες του φυτού είναι ταχύτατη.

Είναι συστατικό των νουκλεϊκών οξέων, φωσφολιπιδίων, συνενζύμων, ενώσεων υψηλής ενέργειας (ATP), του DNA, RNA, φυτικού οξέως κ.α. Έχει ιδιαίτερη σημασία στην αύξηση και ανάπτυξη της ρίζας και των αναπαραγωγικών οργάνων. Η έλλειψη του στοιχείου υπό χαμηλές συνθήκες έχει ως συνέπεια τη συσσώρευση ανθοκυανών (ιώδης χρωματισμός) στα παλαιότερα φύλλα.

 

Κάλιο (K)

Το κάλιο υπάρχει στο έδαφος, καθώς προέρχεται από διάβρωση και αποσάθρωση πρωτογενών (βιοτίτης, μοσχοβίτης, φυλλόμορφα κ.α.) και δευτερογενών (βερμικουλίτης, χλωρίτης κ.α.) ορυκτών. Από τα ορυκτά αυτά ελευθερώνεται και συγκρατείται στην εναλλακτική φάση του εδάφους, χρησιμοποιείται από φυτά και μικροοργανισμούς και χάνεται με έκπλυση. Το κάλιο ταξινομείται σε:

Καλιούχα λιπάσματα

Το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών γεωργικών εδαφών περιέχουν αξιόλογα αποθέματα καλίου. Αναγκαία είναι η χρήση καλιούχων λιπασμάτων στα αμμώδη εδάφη, καθώς δεν υπάρχει αρκετό ανταλλάξιμο Κ για άμεση αναπλήρωση των απωλειών από το εδαφικό διάλυμα, ως συνέπεια της πρόσληψής του από τα φυτά. Στα οργανικά εδάφη δεν υπάρχουν αποθέματα μη ανταλλάξιμου Κ για αναπλήρωση των απωλειών.

Οι ρίζες απορροφούν το Κ από το εδαφικό διάλυμα ως μονοσθενές κατιόν (K+). Είναι δυνατή η μεταφορά του από παλαιότερα φυτικά όργανα προς τις θέσεις που το χρειάζονται. Η κίνηση του καλίου μέσα στο φυτό γίνεται κυρίως στην ιονική μορφή του και είναι πολύ γρήγορη προς τα ανώτερα μέρη του.

Έχει ιδιαίτερη σημασία στην ενεργοποίηση ενζύμων συστημάτων, τη σύνθεση πρωτεϊνών, τη σύνθεση αμύλου, τον μεταβολισμό των υδατανθράκων, τη σπαργή των καταφρακτικών κυττάρων (άνοιγμα – κλείσιμο των στοματίων) κ.α. Η έλλειψη του στοιχείου έχει ως συνέπεια τη μεσονεύρια χλώρωση και βραχυγονάτωση, την περιφερειακή νέκρωση φύλλων, την εκδήλωση πρώτα στα κατώτερα φύλλα (ιδιαίτερα αντιληπτό κατά την περίοδο ωρίμανσης των καρπών), την ανομοιομορφία ωρίμανσης καρπών.

 

Πηγή: Θεριός Ι., 2005. Ανόργανη θρέψη και λιπάσματα. Εκδόσεις Γαρταγάνης. Θεσσαλονίκη. Ελλάς. Ε.Ε.

Αφήστε μια απάντηση